λουομένων

λουομένων
λούω
lǎvo
pres part mp fem gen pl
λούω
lǎvo
pres part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • мытисѧ — МЫ|ТИСѦ (65), ЮСѦ, ѤТЬСѦ гл. Мыться: Они же рѣшѧ ѥмѹ. по истинѣ имате •г҃• вешти. вельми противлѧюштѧсѧ намъ. ѥдинѹ отъ нихъ ˫а‹с›те. дрѹгѹю же на шии||и [так!] вашеи обѣшѧѥте. въ дрѹзѣи же мыѥтесѧ. (λούεσϑε) Изб. 1076, 214–215; ˫Ако не подобаѥть …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ANTONINIANAE Thermae — seu Lavacrum Antonini, quod Autoninus Caracallus quidem, velut perpetuum opus, dedicaverat, et in iis cum lavabat ipse, tum populum admittebat, sed imperfectum reliquerat; deficientibus porticibus, quas Antoninus Heliogabalus inchoavit, Alexander …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καμψάριος — καμψάριος, ὁ (Α) δούλος που φύλαγε τα ρούχα τών λουομένων στα βαλανεία, στα λουτρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. capsarius «ιματιοφύλακας» (< capsa «κιβώτιο»)] …   Dictionary of Greek

  • λωποδυτώ — (Α λωποδυτῶ, έω) [λωποδύτης] διαπράττω λωποδυσία, κλέβω με πανουργία, διαρπάζω με επιτηδειότητα αρχ. 1. κλέβω, ληστεύω, διαρπάζω 2. κλέβω κρυφά τα ενδύματα τών λουομένων στα λουτρά ή αφαιρώ βίαια τους επενδύτες τών διαβατών («ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ… …   Dictionary of Greek

  • λωποδύτης — ο, θηλ. λωποδύτρια και λωποδύτρα και λωποδύτισσα (Α λωποδύτης) επιτήδειος και πανούργος κλέφτης, κυρίως αντικειμένων («κάποιος λωποδύτης θα σού πήρε το πορτοφόλι») αρχ. 1. αυτός που έκλεβε ενδύματα, ιδίως λουομένων, ή αφαιρούσε βίαια τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”